- παρευδοκιμώ
- -έω, ΜΑυπερτερώ έναντι κάποιου ως προς την ισχύ, τη φήμη και τη δόξαμσν.φρ. «παρευδοκιμοῡμαι παρά τινι» — ευνοούμαι πάρα πολύ από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρευδοκιμῶ — παρευδοκιμέω surpass in fame pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρευδοκιμέω surpass in fame pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρευδοκιμέω surpass in fame pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρευδοκιμέω surpass in fame pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευδοκίμησις — ἡ, Α [παρευδοκιμώ] 1. η υπεροχή κάποιου ως προς την εύνοια, τη φήμη ή την τιμή έναντι άλλου 2. λοιδορία, κακολογία 3. υποτίμηση, καταφρόνηση … Dictionary of Greek